Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2008

Nachtlied (Νυχτερινό τραγούδι)

Εικόνα
Αργά το απόγευμα, στο δεκαπεντάλεπτο  που έκλεψα μεταξύ δυό μαθητών.  Χτές δέν πήγα στον αγαπημένο υδατοφράχτη. Είχα ξεχάσει το παλτό μου και τα γάντια.  Θερμοκρασία:  2c.   Στάθηκε αδύνατο να περπατήσω μόνο με το πουκάμισο. Δέν πειράζει.   Είδα μετά τη δύση και το Σκοτάδι, και μου ξυπνήσαν τις κατάλληλες σκέψεις μέσα μου. Αυτό που ήθελα, με βρήκε.  Αυτό που με ήθελε, το βρήκα. Αποχαιρετισμός.  Σ' αγαπώ. Wandrers Nachtlied II  Το Νυχτερινό του Οδοιπόρου  II Über allen Gipfeln   Ist Ruh, In allen Wipfeln Spürest du Kaum einen Hauch Die Vögelein schweigen in Walde. Warte nur, balde Ruhest du auch.              Ψηλά στους λόφους απλώνεται ησυχία Και στις κορφές των δέντρων το  αεράκι που ψιθυρίζει ίσα που ακούς τα πουλάκια σιγήσαν στο δάσος Περίμενε, και σύ  σε λίγο στην ηρεμία  θα βρεθείς Μήνε ακίνητος στο σκοτάδι και μή μιλάς καθόλου ούτε του ίδιου του εαυτού μην του μιλάς Κοίτα τη νύχτα μόνο Παραδόθου κι αυτή θα σου τα πεί όλα που θέλεις ν' ακούσεις. Όμορφο  κινέζικο γιν γιάνκ

Χαλαρά, εφτά αλήθειες για μένα

Άτε, ευχαριστώ κοπέλλες για την πρόσκλησην να γράψω τζιαι γώ 7 αλήθκειες, άρεσεν μου, φκάλλει με τζιαι λλίον που τες σοβαρές σκέψεις που έχω να κάμω.   Θα εμπορούσα να γράψω τζι αλλα.  Κανεί όμως, εγίναμεν ρεζίλιν!!! 1.  Επειδή είμαι μουσικός, δέν μπορούν τα σιέρκα τζιαι τα δάχτυλα μου να κάθουνται έναν τόπον τζιαι κάτι πρέπει να κάμνουν συνέχεια.  Εν αππωμένα, έχουν υπερενέργειαν.  Δουλεύκουν ανεξάρτητα του υπόλοιπου κορμιού, τζιαι έχουν γλώσσαν δικήν τους, εναέριαν. την ώραν που μιλώ, μιλούν τζιαι τζιείνα, σχηματίζουν τις λέξεις στον αέραν όπως τες χορεύτριες, διούν πάτσους το έναν του άλλου, κάμνουν καμπύλα σχήματα για να δείξουν τί εννοώ.  Τις υπόλοιπες ώρες διευθύνουν φανταστικές μικροσκοπικές ορχήστρες χωρίς να τα κόφτει πού βρισκόμαστεν τη δεδομένη στιγμή, παίζουν αερόπιανον, ή κρατούν την μολυβόπενναν συνέχεια μήπως έρτει καμιά ιδέα να την γράψουν.    Τες νύχτες αρέσκει τους να ποσκολιούνται με ξηρούς καρπούς, έχουν μάλιστα φετίχ ιδιαίτερον με την αφή των φυστουτζιών -τζιήνων π

Λέννυ Μπέρνσταϊν, και σύ το ήξερες

Κήπε, έρχομαι.   (....Να ξέρεις τί πρέπει να κάνεις, αλλά να πονά, να μήν το θέλεις)

Αλληγορικό

Εικόνα
Μιά υπερδύναμη με τη ροή προσωρινά βαριεστημένη. Μα, κάτω απο την επιφάνεια, χίλια πόδια βάθους ατάραχα (λέμε) περιμένουν, ξέρουν την σωστή κατεύθυνση.  --"Θάλαττα, Θάλαττα!" Στην άκρη του κόσμου το Σπίτι.   Ακρίτας. Καύσιμο είναι το Πείσμα.  Χιχιχιχι.   Ο Παράδεισος χωρά σ' ένα βαγόνι.   Εφτά παράθυρα όμοια, και μιά πόρτα! Ένα άλλο εμπόδιο στην όχθη του ποταμού. Φυλακή σχεδόν.   Κοίτα τους!   Οι ευέλικτοι και Πιστοί της Ζωής, οι Ξύπνιοι σκάλα αόρατη έφτιαξαν γύρω απ' το εμπόδιο, κοίτα τους πολυμήχανους!  Χωρίς να καταστρέψουν το νικήσανε! Ο άλλος, που τη σκάλα δέν τη Βλέπει, άδικα  έστησε καυγά με τα σίδερα σαν το λιοντάρι σε κλουβί. Τρείς δρόμοι παράλληλοι. Αυτός που φεύγει Αυτός που έρχεται (κι οι δυό τους άκαμπτοι στο χωροχρόνο) Αυτός του Τώρα, ο άστατος και δυσκολόβατος, σε αναγκάζει να βλέπεις πού πατάς, να προσέχεις όλα τα μικρά ν΄αγαπάς. Και οι τρείς, Ένα, ενιαίο. στο αθάνατο καθρεφτίστηκε συννεφιά. Δές τί άκακο το χάδι της -την επιφάνεια μόνο αγγίζει! ..αύριο

Στον Πευκόφυτο Υδατοφράκτη

Εικόνα
(Μονοπάτι αγαπημένο) Τις Πέμπτες διδάσκω που σπίτι σε σπίτι όλη μέρα, στην Πόλη με τα Αρχοντικά.   Αρχίζω η ώρα 10 το πρωί, σχολάννω κατα τες 9 τη νύχτα.  Δύσκολη μέρα, αλλά κερδοφόρα, τζιαι καρποφόρα. Αγαπούν με πολλά οι οικογένειες της Πέμπτης.   Τζιαι γώ.  Η κούραση εν κούραση όμως.  Για να μέν μου γυρίσει πέλλαρος, κάμνω μιάν ώρα διάλειμμα για μεσημέρι.   Αρέσκει μου κατα τις τρείς, μεταξύ μαθητών, να κάθουμαι σε μιάν ωραίαν τοποθεσία μές τη μέσην της πόλης (οι πόλεις δακάτω εν ξαπλωμένες πολλά, τζιαι έχουν δάση τζιαι νερά που τες διασχίζουν)  τζιαι πάω λοιπόν στον Υδατοφράχτην  της περιοχής τζιαι απολαμβάννω την ησυχίαν του δάσους, τρώω το σάντουιτς μου, ακούω μουσικήν, τζιαι περπατώ για 20 λεπτά για να μυρίσω τα πεύκα.  Θυμίζει μου το Τρόοδος, κάποτε μάλιστα κλείω τζιαι τα μμάθκια μου, τζιαι πείθω τον εαυτό μμου ότι εχτός που πεύκο, μυρίζει σπατζιά, μερσινιά, δκυόσμης άγριος, τζιαι -αμυδρά- σούβλα αρνίσια, σιεφταλιές τζιαι τσιγάρο Rothman's.  Φαντάζουμαι μιάν κλασσικήν οικογέ

Άντρας και η μαγεία του πόνου

(έρωτας και θάνατος σε μια ψυχή αντρική) Είδα κάτι στο νού μου για τους άντρες και τον πονοπόθο. Σκέφτουμαι για την ύπαρξη μιας τριαδικότητας ψυχικής μες τον άντρα. Η αριστερή πλευρά: Δυό υπάρξεις στροβιλιστές, που είναι Ένα. Τις ονομάζω "Όντα Liebestod" Εξηγώ: "Όντα Έρως και θάνατος". Δεξιά, ζεί το αντίβαρο τους, η Μαύρη Τρύπα η Τεράστια. Στο Κέντρο, πιό μακριά (τρίγωνο φτιαχνουν) η Πόρτα προς τα Έξω, που καθρεφτίζει τον εσωτερικό κόσμο στους άλλους. Τα Όντα Liebestod: Ζούν συμβιωτικά στην αντρική ψυχή, κατοικούν στον Κήπο μας, σε ένα μέρος στρογγυλό και λίγο σκοτεινό. Αγκαλιασμένα. Είναι Όντα της ψυχής καθαρότατα και όμορφα, που φέρνουμε μαζί μας. Δέν έχουν καθορισμένο σχήμα. Είναι μαλακά, τεράστια, κόκκινα, άμορφα, ζελατινένια, και στο κορμί τους μπορούν να απορροφήσουν και να καθρεφτισουν όλα όσα ένας άντρας βλέπει με τις αισθήσεις τις Έξω, τα ερωθανατικά. Η δουλειά τους είναι να τα πολλαπλασιάζουν, να τα κάνουν τεράστια, να κάνουν τον άντρα να Νιώθε

Περίπατος (μικρός)

Εικόνα
φώτιζε μας  πάντα προσεκτικοί, τα νερά φουσκώννουν απότομα Έρως χρωματιστός χορεύει με τα χέρια ανοιχτά  συνομιλία του γυμνού με του ντυμένου με χιούμορ αλλά και με στοργή οι κόκκινοι καρποί δίπλα που τον ποταμό μετά ανέβηκα πας το πεζούλι στα δεξια εβούρησα, έν έππεσα μέσα! (εθωρούσαν με περίεργα, γιατί;) Οι σοφές πόρτες του Ναι και του Οχι Να το χταπόδιν μου, το αγαπημένο σύμβολο της Αλλαγής

Danzas Argentinas

(Alberto Ginastera, Αργεντινέ συνθέτη των αισθήσεων τo λυπημένα σου ταγκό πεθύμησα να χορέψω στο πιάνο και ήρθες σήμερα στο νού) Λίλα, που έμοιαζες της Φρίντα Κάλο, φίλη παλιά της μουσικής  στον ατμό του καθρέφτη μου σε είδα αμυδρά απόψε με τα μαλιά λυμένα  ανάμεσα σε κρίνα και φύλλα φοινικιάς χόρευες μου φάνηκε με αινιγματικό χαμόγελο  φουστάνι  μενεξί φορούσες με δράκους χρυσοκέντητους στα στήθη Κατέβα νεράϊδα τη γυάλινη τη σκάλα να σε δώ κοίτα με πώς άλλαξα!   Οικεία χαμογέλασες στο είδωλο μου, με θυμάσαι νεράϊδα; τα δάκρυα μου που κυλίσαν στο γυαλί  -ρυάκια της θύμησης- τα στέγνωσες με κόκκινα φιλιά. Συγχώρα με που σε καλώ Την ομορφιά σου θέλησα να δώ απόψε (δεκατέσσερα  χρονια μετά) Πές μου πονεμένη μου, πικρόγλυκο είναι ακόμα το χαμόγελο σου; τα μάτια ακόμα μισοκλείνεις όταν σε συνεπαίρνει ο ήχος; θυμάσαι  πόση αγάπη φανέρωσες στα μάτια τ' αμυγδαλωτά τότε που έπαιξες το πρώτο μου κομμάτι; Το "Σιντάρτα" μου που τόσο ευλαβικά έμαθες για να μ' ευχαριστήσεις Θυμάσαι

H Άλλη όψη της γειτονιάς

Σήμερα θα έκαμνα ανάρτηση όμορφη με τες φωτογραφίες που τον περίπατον μου.  Ήρεμος, λίγον κατεβασμένος μετά που το οργιαστικό σαββατοκυρίακο το εμπνευστικότατο τζιαι τόσον ικανοποιητικό.   Εν εκατέληξεν καλά η μέρα μου όμως, τζιαι κάθουμαι στο σαλόνιν μου τωρά όπως το άγριον το ζώον, εννα σκοτώσω πλάσμαν που τα νεύρα μου, έπιασεν με κατάθλιψη. Την ώραν που έλειπα στον περίπατον, τζιαι η Αγάπη ήταν σε φίλην της με τα μωρά, ένας ππεζεβέγκης πρεζόνι ποτούτους που ξημαρίζουν την γειτονιάν μας, επέρναν είδεν που έν ειμαστεν σπίτιν, τζιαι έσπασεν την κλειδονιάν τζιαι έμπην μέσα τζιαι έκλεψεν μας.  Νιώθω ότι με εβιάσαν.  Τζιαι ότι είμαι ανήμπορος.  Τζιαι ότι αν τον κόψω κατίσιη του.  Ο γαουρόσπορος έμπην μες το σπίτι μέρα μεσημέρι να κλέψει, ενεκάτωσεν μές τα συρτάρκα να έβρει τα ριάλλια, έν τα ήβρεν (ως  συνθέτης κοψονούρης που είμαι φυλάω τα μές το πιάνον, έν είμαι βλάκας, έπιασεν τον μίτα δηλαδή)  έκλεψεν μου το ipod μου δυστυχώς, τζιαι ένα βάζο γεμάτο σελίνια, τα προφυλακτικά που το συρτά

Βόλτα στη Σμαραγδένια Λίμνη

Εικόνα
Υπάρχουν τρείς ορίζοντες. Τα χρώματα άρχισαν να αγκαλιάζουν τα πρώτα δέντρα Με απλωμένο το χέρι κυριεύει την απόσταση Μιά γωνιά σμαραγδένια.  Μιά ώρα έκατσα σε γρανιτένιο βράχο, και άγγιξα ακίνητος τον πράσινο σου έρωτα.   Μέσα μου χώρεσες, όλη, αγγελική μου λίμνη. Η άλλη γωνιά, Κρυφή και ακίνητη. Ο γλύπτης στοίβασε τις πέτρες του στη λίμνη και τον ουρανό. Βράχε μου αγαπημένε βαφτιστή. Η παραλία.  Το καλοκαίρι εδώ χαρά θεού.  Παιδάκια, κολυμβητές, παγωτά, μπάλες. Τώρα, η λίμνη τα πέπλα τα γκρίζα της σκεπάζεται να κοιμηθεί, η σοφή. Έρωτας των χρωμάτων Εδώ να κάτσουμε λίγο, στην ομορφιά σου κρυμμένοι, λίμνη μου. Γυμνώθηκες δέντρο, υπέροχο που είσαι τώρα που βλέπω τα κλαδιά  καλύτερα!   Φθινοπωρινό συννεφοβασίλεμα του ήλιου.

Τέλος, Ήρθες. Ma fin est mon commencement, et mon commencement est ma fin

Στον γερο ποταμό χόρεψα γαϊτανάκι με την άκρια του νήματος Απόλλωνα, την λύρα που μου δάνεισες την κελαηδόφωνη άδραξα με χέρια τρεμουλιαστά και το κεφάλι, σκυφτό δέχτηκε τ' αγγιγμα του ήλιου και του φεγγαριού  -στον Έρωτα τους δόθηκα   την άφεση της Λύτρωσης Πές μου Ήλιε , την ομορφιά σου πώς να υμνήσω ο θνητός και τρωτός; Φεγγαρογέννητη, πώς να τρυγήσω τις καμπύλες σου΄ Μαζί, οι δυό τους χόρεψαν στροβιλιστά στο στερέωμα στο σίφουνα τους σήκωσα και γώ φτερά -Ερμή,  ήρθες και σύ, καλέ μου; Γυναίκα φεγγαροπρόσωπη Άντρας Ήλιος λεβεντόκορμος Τον Έρωτα σκιάζουν στον καμβά τ' ουρανού τον μπλέ και η Σπηλιά επιτέλους ανοίγει Γονατιστό με βρίσκεις καλή μου και πάρε όσα έχω το χέρι μ' ανοιχτό κοίτα τα χείλη μου πώς τρέμουν! κοίτα το πρόσωπο μου! βλέπεις τα δάκρυα;  Για σένα τα 'χω φυλάξει καλή μου τρύγησε τα τσαμπιά των ματιών μου και Πιές κομμάτι τ'εαυτού Όμορφο ρυάκια όπως τρέχουν, πιές και σύ ποταμέ, σπονδή σου κάνω Όλους σας Αγαπώ αλήθεια, δέν το αντέχω! (και ξάφνου, στο

Άδειασα

Δάσκαλε αγαπημένε αιωνοπνεύστη πηγή ζωής σε φιλώ. Ουρανόπλαστε μου  το ξέρεις τώρα, χρόνια σε καρτερούσα. Το πλατύ χέρι σου -που τόσες ορχήστρες αγάπησε- ν' ακουμπίσει πατρικά στον ώμο μου ήθελα, ζεστό (πόσο λάθος είχε η απαίτηση καλέ μου) μαζί για μιά στιγμή να περπατήσουμε στον Κήπο σου την αυγή θελησα Δέν ήταν  ώρα τότε καλή.  Τα σύννεφα μου έβαψαν κόκκινο τον ουρανό έβρεχε κορμιά, κόλαση, σεισμούς πολλούς. Έτοιμος δέν ήμουν (αγριεμένος, σκιαγμένος περπατούσα, όσα έβλεπα ήταν κακομαντάτα)-το ένιωσες πολυμήχανε κι ευαίσθητε, αλλά δέν είπες τίποτε. Άλλα μου έλεγες εσύ όταν τα μονοπάτια σμίξαν,  για να με σώσεις! -αντρίκια έλεγες να κάμνω πράγματα, όμορφα, των αισθήσεων, υπερβολικά που δικά μου ποτέ δε μπορούσα να τα' χα και το 'ξερα.   Τον Κήπο σου δέν έκρυψες καθόλου μόνος μου το νόμιζα μα δέν είχα καταλάβει την πρόσκληση Δέν το μπόρεσα το ήξερα και έκλαψα πικρά για τον εαυτό,  που ανίκανος ήταν ν' αγαπήσει αληθινά Άλλον ή και να χαρεί τους ζωντανούς (πόσο κοντά στο θ

Στο βάλτο, ομορφιά

Εικόνα
Έρωτας πριν το φως Φώς στο άδυτο του, ο βαλτος γεννησε θαμνους κοκκινους και ασπρους δε μπορεις να πατησεις εκει ομως, θα βουλιάξεις την ομορφια μπορεις να την αφησεις να σε διαπεράσει αλλά ποτέ δική σου δέν γίνεται πραγματικά γι αυτο κλαιμε οταν το Ωραιο μας αγγιζει ρίζες και ο θανατος των φυλλων ο όμορφος και ενας πεύκιος κωδικός της φυσης:  tuning fork Μερικες ακόμα φωτο απο τον περίπατο μου.  Μακάρι να μπορέσω να ξαναπάω, λιγο δύσκολο.

Γεύμα με το Δάσκαλο

Σήμερα το πρωί εβρέθηκα επιτέλους με τον Δάσκαλον, τζιαι εξέπλυνα την αντροπήν μου με το αθάνατον νερόν της ττόκκας τζιαι του χαμόγελου του κουρασμένου που μου εχάρισεν μόλις με είδεν, τζιαι έφυεν το βάρος μου πάνω μου που έσιει τόσον τζιαιρόν να τον γυρέψω.   Είχα φτάσει πρώτος στο σπίτιν του τζιαι εκαρτέρουν τον να έρτει που το φυσιοθεραπευτήν που επήεν. ( τα μπράτσα του εξεράναν τζιαι δέ σηκώννουνται πάνω, πόνοι αφόρητοι που το πολλύ conducting της ορχήστρας, τζιαι ο καημένος εν τζιαι διπλωμένος στα δύο, κατσούνιν, η μέση του εν κατεστραμμένη τζιαι θέλει κορσέ για να σηκωστεί.  87 χρονών, 1.87 ύψος, κυρτός, τεράστιος, μοιάζει πολλά του Μάρλον Μπράντο, κκέλης ασπρομάλλης τζιαι φεγγαρωπρόσωπος, με γελαστά μάτια ούλλον ψυσιήν, ντυμένος πάντα με κοστούμιν τζιαι καππέλλον του '50 ξημαρισμένον, τζιαι παστούνιν που ελιάν που του έφερα που την Κύπρον το 1996 τζιαι κόμα αντέχει τον.) ( Ο Δάσκαλος κατοικεί σε μιάν πολλά όμορφην πόλην δαμέ κοντά, σε έναν τεράστιον βικτωριανό σπίτι αρχαίο,

Έκρηξη

Σήμμερα όπως οδήγουν να πάω να διδάξω σε μιάν πόλην δαμέ κοντά, σχεδόν εποτζοιμήθηκα μες τον highway τζιαι άρκεψα να θωρώ όνειρο (το αυτοκίνητον οδηγούσαν το τα σιέρκα μου μόνα τους -κάμνουν το συχνά για να μου κάμουν χάρην, γιατί μες το αυτοκίνητον έρκουνται μου πολλές ιδέες α-συνείδητες, το ίδιον τζιαι μες το μπάνιον).  Μες το όνειρο το στιγμιαίο,  ο highway  τζιαι ο γέρο-ποταμός εσμίξαν τζιαι εγίναν έναν πράμαν στον ουρανόν κουλλουρεμένον, συννεφιασμένον ούλλον μαυρίλαν -η οποία δεν ήταν όμως καθόλου απειλητική.  Εσυναχτην το σύννεφον μπροστά μου ούλλον, τζιαι αφηννιασμένον άρρωσεν μου αγαπητικά, εσηκώστηκεν θεόρατον, τζιαι με τεράστιον κρότον, πουμπουρκές, φωνές, έρωταν, καλοσύνην, έππεσεν πάνω μου όπως το βουνόν, πετροκαταρράχτης  ουρανόπλαστος. Εσταμάτησα το αυτοκίνητον για να μέν ι σκοτωθώ, ένιωσα ότι ήταν Το Αυτόν που Περιμένω τόσες μέρες. Πρώτα έπιασεν με νευρικό χάχανο σαν να με εκαρκαλλιούσαν.  Το σύννεφον ετύλιξεν με τζιαι είπεν μου ήρτεν η ώρα να του δώσω το φτίν μου να μο

Άκουσμα

Ξεκουλλουρώθηκε μέσα μου χτες Αυτός που γράφει, ο Σίγουρος.  Μιλά με τα Αόρατα σήμερα. Συνοφρυώνεται ηγετικά.  Κάλεσε όλους τους εαυτούς, τους έβαλε ρόλους και θέσεις.  Όλοι αφουγκράζονται τώρα.   Στις θέσεις τους και οι εφτά, σαν τα πιόνια στη σκακιέρα. Άκουσε ο Μάστορας να του λέει το Σύμπαν πώς να γράψει, σε γλώσσα άλλη τα είπε, και τώρα χαίρεται την ένταση της στιγμής πριν την Έκρηξη, μέχρι να βρεί το κλειδί να τα μεταφράσει.  (πολλές θα είναι οι εκρήξεις, άλλες μικρές, άλλες ακράτητες, Αυτός που γράφει, ο Σίγουρος, σαν γυναίκα λειτουργεί μέσα στο ψυχισμό, το καταλαβαίνω, κι έτσι είναι η ψυχή του συνθέτη) Εδώ στο βυθό όλα είναι ακίνητα.   Στο Θάνατο της συνείδησης κολυμπώ, και το βλέμμα, έντονο, ετοιμάζεται να Δεί το Φώς. Στον αέρα μπροστά μαζεύεται η Ουσία, σαν σύννεφο με όλα τα χρώματα μέσα.  Πίσω μου αιωρούνται όσα μαζεύω ένα μήνα και βάλε.  Ετοιμάζονται να χυμίξουν ο ένας τον άλλο με πάθος μεγάλο.   Άρχισα χτές το πραχτικό μάζεμα πληροφοριών, το μουσικό σκάψιμο, σκέφτηκα τες πρ

Συνέχεια ανακαίνισης (Μέσα τζιαι Έξω)

Εχτός που τα εσωτερικά που σκέφτουμαι που ακούουνται λλίον περίεργα σε όποιον δέν με ξέρει, σκέφτουμαι τζιαι τα εξωτερικά.  Η αλλαγή του ατόμου που μέρα σε μέρα τζιαι που χρόνο σε χρόνο, πρέπει να κατοπτρίζεται σε ούλλες τες πτυχές, μέσα-έξω, για να εν αληθινή.  Άρα, όπως προχωρώ στη σκέψη μου, σάζω τζιαι τα έξω.  Περπάτημαν, χαλάρωμαν, ήρεμες πράξεις.  Μαζί με τες δραματικές σκέψεις που εν έντονες, χρειάζεται το πλάσμαν τζιαι κάτι απαλό στα έξω, να τες παλανσάρει.  Αλλιώς γίνεται μονόπλευρον, δογματίζει, τζιαι μόνο ζημιά έρκεται. Σιέρουμε πολλά τα εξωτερικά.  Έστω τζιαι τα επιφανειακά όπως την ανακαίνισην του σπιθκιού μου που έξω ή ούλλην τη δουλειάν που έκαμα να το διακοσμήσω με τη γυναίκαν μου με λλίον budget πολλήν φαντασίαν, ευρήματα σε παλλιατζίδικα που τα πογιατίζουμεν ή σάζουμεν, τζιαι άλλα αππωμένα χόμπυ πογιάς (έχουμεν πελλούς τοίχους --στο μπάνιον με τα άσπρα είδη, εκάμαμεν τους τοίχους hot pink πολλά έντονον, έχουμεν πορτοκκαλλοκόκκινον σαλόνι, καθιστικόν τζίτρινο με άλλον