Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2009

Πράξη δεύτερη.

Απόψε: Λινά σεντόνια νυφικά,  πένθιμα πώς ανεμίζουν στο στενό μπαλκόνι το σούρουπο. Δυό γλάστρες δεντρολίβανο μικρές. Κάτω, αυλή με κούνιες, νυκτολούλουδα και δέντρα στο χωράφι ανήσυχα, πανύψηλα, με έκφραση ανθρώπου. Ένα φεγγάρι κόκκινο σαν κραυγή. Κοιμήθηκες αγαπημένη;   -με το βιβλίο ανοιχτό στο στήθος γιατί φοβάσαι τα βράδυα μόνη και  μου κρατάς σφιχτά το χέρι ακόμα και στον ύπνο σου. -δέ σου ανοίκω, μή με κρατάς. Χτές: Μαρμάρινος ναός. Χρυσοποτήρι, θυμίαμα  και βαφτιστήρας αχνιστός. δυό (άγια?) φτυάρια σκάβουν τον τάφο της και περιμένουν. (Εσύ είσαι μάνα;  Πότε θα φύγεις? ) "Φώς Ιλαρόν" (η κέρινη μορφή σου στις σκιές) -δέ σου ανοίκω, μή με κρατάς. Αύριο: Στο δάσος που θ' ανταμωθούμε, Άνοιξη, θα σε γυμνώσω και το ξέρεις. Στου οργασμού τ' αφτί θα ψιθυρίσω: "Μή μ' αγαπήσεις, Άνοιξη." -δέ σου ανοίκω, μή με κρατάς.

Εψές, δέν ένιωθα μόνος.

Εψές επήα στο σπίτι του φίλου Πεϋμάν του Μαέστρου να φάμεν πίτσα τζιαι να πιούμεν κρασί Χιλιανό που μας αρέσκει πολλά, τζιαι να ακούσουμεν πελλές, αρρωστημένες μουσικές ( luigi nono , iannis xenakis , karlheinz stockhausen , pierre boulez  --τζιαι άλλα υπερτσιριλλιχτά μεταμοντέρνα συνθετούθκια του '50, της μετα(inspite-of)πολεμικής culturally annihilated europe, ούλλον άρνησην, δόντια, τζιαι θάνατον)  στη διαπασών  -μουσικές τες οποίες μόνο δύο συνθέτες θα εβάλλαν για (fore-) background music την ώραν που διασκεδάζουν τζιαι κόφκουν κουβέντες παρέαν σε άνετον καναπέν.  (Άκου τα, ώ διαβάτη, αν έσιεις την κράσην τζιαι την κρίσην) Τέσσερις ώρες επίνναμεν τα.  Γέλιον πολλύν με συνοδεία ψυχοπλακωτικής ορχήστρας.  Ώς τζιαι κονιάκ Μεταξά είσιεν ο Πεϋμάν, έδωκεν του το ο πρώην πεθερός του ο έλληνας (είπαμεν τζιαι τα πονεμένα, κλπ κλπ).   Όσον παραπάνω τον γνωρίζω τον Πεϋμάν, τόσον νιώθω να φιλεύκουμεν.  Εν που τους λλίους που μπορώ να μιλήσω αννοιχτά, όπως θέλω να μιλώ, για τα συναισθήματα

Στο δάσος το πρωί, ημουν εκεί.

Στο δάσος βλέπω, ακούω, χωρίς φωτογραφική: Ξαπλωμένα σε  ξέφωτο, νεκρά, κυρτά και σπασμένα,  ανάμεσα στις τούφες του χιονιού, μαζεμένα σε τυχαία δεμάτια, πατημένα, θερισμένα απο το χέρι του βοριά:  Στάχυα κριθαριού και βρώμης, αγκάθια, αγριόχορτα       (τα λείψανα του κύκλου της ζωής εξισωμένα, διακοσμητικά λείψανα, χωρίς  σκοπό) (στα χωράφια μας βλάστησαν κάποτε αγκάθια επίσης, ήταν πράσινα κάποτε και τώρα, ξερά, μείναν άθαφτα έρμαια του ανέμου, σκελετοί)   Χιόνι ολόλευκο αφράτο βαμβακερό κρύφτηκε στη σκιά, χιόνι τραγανιστό γύρω απο το ρυάκι,  αλλού διάφανο, μαλακό, στους βράχους μυτερός σταλακτίτης, πάγωσε στη σκιά, έλειωσε, έσταξε, ξαναπάγωσε βλοσυρό μυτερό σάν πετράδι, στη γωνιά του μονοπατιού χιόνι σαν άμμος βρεγμένος ηλιοπατημένος, χιόνι που έλειωσε χτές και ξαναπάγωσε λείο σαν ράχη φάλαινας, σάν πέτσα απο κυπριακό μαχαλεπί.   σκαμμένα παγομονοπάτια, κανάλια, σήραγγες, πορθμοί, μίνι- γραμμές του τραίνου (εφήμερη καταστροφή που αφήνουν πίσω τους  οι σκιέρ cross-country) Δέντρα με

Δεύτερη μέρα, γράψιμο, παραισθήσεις.

Αρρωστά με το κομμάτιν που γράφω. Εμάχουμουν 8 ώρες εψές, επάσκισα για να φτάσω στον πρώτο μου στόχον, τα δύο λεπτά μουσικής.  (πρέπει να γράψω 7 λεπτά ώς τες 15 του Μάρτη, άρα 2-3 τη  βδομάδα).  Εμπήκα στον κόσμον του για τα καλά.  Τζιαι τί το έθελα μάνα μου.   'Εννεν κόσμος σταθερός ή χαλαρός, εν κόσμος ούλλον γωνιές στρογγυλές, άχρωμος, με τταβάνια που σε τσιλλούν κλειστοφοβικά, έμμονες ιδέες, ά-λογες διαστάσεις, τζιαι προκαλεί μου αναγούλες, αναταραχή, αστάθεια, λίγο φόβο, τζιαι άλλα περίεργα αισθήματα τα οποία απολαμβάνω γιατί κάμνουν με να Νιώθω Ζωντανός τζιαι εχτός πραγματικότητας.  Έτσι έναι άμα γράφεις τούντο είδος μουσικής.   Θέλω να περιγράψω τον κόσμον που έπλασα.  Πρώτα, να σας παραδεχτώ ότι έχω ελαφρά μορφή   συν-αισθησίας , δηλαδή άμαν ακούω ήχους 'θωρώ' σχήματα τζιαι χρώματα, άμαν κάμνω κινήσεις 'ακούω' ήχον (εν κάπως μπερδεμένες οι αισθήσεις μου με λλία λόγια_) Άρα μπορώ να προκαλέσω εύκολα παρ-αισθήσεις του εαυτου που έχουν να κάμουν με ήχον, χωρίς

Η μέθοδος, σε πολλά στάδια.

Εικόνα
Ήλιε, δώσε μου τροφή. Πρώτα ήρτεν η επιθυμία :   (είπες μου "γράψε μου κομμάτιν για τρείς χορευτές, οι δύο τους εν μαζίν με ζουμερόν πάθος, τζιαι ο τρίτος περιτριγυρίζει τους, ούλλον γωνιές τζιαι ακκαμιές, στο τέλος τζιαι οι τρείς πιντώννουνται σε Έναν) Μετά ήρτεν η σκανδάλη , η χορδή του τόξου, το φυτίλλιν: (ήρτεν η πρώτη επέτειος, τζιαι η δεύτερη, τζιαι η τρίτη, εκολύμπησα μέσα τους ούλλους, στη χαράν τους τζιαι τον πόνον που είχαν.) Μετά έγραψα ποίηματα για τούτα ούλλα. Τζιαι το καύσιμον, η παρουταποθήκη, ο υδατοφράχτης, η παταρία, αλλάξαν ούλλα την ενέργειαν τους σε κινητικήν, τζιαι σάν το ρεύμαν ηλεχτρίσαν τα μόρια του μυαλού ούλλα. Μετά έγραψα τραούθκια πάς το σεττάρ που επεριγράψαν το καύσιμον τούτο. Μετά άκουσα τα τραούθκια, τα οποία εγίναν σήμμερα  Καύσιμον Πυρηνικόν (πουπίσω τους εν φυλαμένα ούλλλα όσα είπαμεν!)  Εχτές εχόρεψα το.   Εχτές έπιασα ρολον χαρτί 50 μέτρα τζιαι εξιποτύλιξα το χαμέ, ετζίζαρα το κομμάτιν μου πάνω με το κάρβουνον. Τη νύχταν μετά, το Καύσιμον

Δύο τραγούδια του διάσπορου, μνημόσυνα.

Πρώτα έγραψα το τούτον, εναν απόγευμα, μνημόσυνον απλό, για κάτι στάχτες που εμείναν.  Απόβλητα.  Έν πονεί τζιαι τόσον, έσιει γλυκάδαν  (Δέν έσιει τον έντονον πόνον τζιαι το θυμόν τζιαι τον έρωταν που έσιει το δεύτερον μου κομμάτιν στο κάτω το βίτεο, τζιήνον πονεί πολλά, σφάζει, ελπίζω να αφιερώσετε χρόνον τζιαι προσοχή, μοιράζουμαι το μαζί σας πολλά προσεχτικά με ευαίσθητον τρόπον, ευάλωτον, δείχνω μέσων του ακριβώς πώς είμαι πουμέσα -τζιαι όποιος έσιει φτιά, ακούει, τζιαι όποιος έσιει παρόμοιαν ψυσιήν, καταλάβει).   Αν δέν είχαμεν τόπους μές τη μνήμη μας κακοτράχαλους, βάλτους, γερημίες, χωράφκια με λάκκους τζιαι παλλούρες, ρότσους, χέρσους λόφους τζιαι λαξιές, τί θα εκάμναμεν?? Ποττέ δέ θα εμπορούσαμεν να τραβήσουμεν που την πηγήν του νού έμπνευσην να δημιουργήσουμεν! Ευχαριστώ σε ζωή για όσα έφερες, τζιαι ας μέν τα εθώρουν ότι εν για καλόν, τότε. Ευχαριστώ σου νού που τα εφύλαξες τζιαι μπόρεις να με ξαναπάρεις τζιαμέ να τα ξαναζήσω έστω για μιά νύχτα σάν να ήμουν πάλε τζιαμέ. Ε

Την απάντησην έστειλεν την ο Λάζαρος.

Εμίλησεν μου επιτέλους το άλλον πουλλάκιν (το μαύρον)  για το κομμάτιν που εν να γράψω. Επερίμενα το.  Ήρτεν τυχαία.  Ο συνμπλόγκερ Λάζαρος , τον οποίο δέ ξέρω ακόμα αρκετά καλά (αλλά φαίνεται μου εννα τον μάθω πολλά καλά), εμίλησεν,  νομίζω επισκέφτηκεν τον το πουλλάκιν τζιαι είπεν του να μου πέψει μήνυμα (ευχαριστώ σε Λάζαρε). Πιστεύω στο synchronicity.   Ο  Λάζαρος με το κκόμεντ του το εχτεσινόν αθθύμησεν μου την ταινίαν Tous les matins du monde, η οποία ήταν κρυμμένη μέσα μου χρόνια, της οποίας η μουσική συμβολίζει εναν καταιγιστικόν έρωτα/θάνατο που έζησα δύο φορές με το ίδιο ατομο on and off για δέκα χρόνια, άτομον που αποφεύγω να σκεφτώ πλέον.   Νιώθω ταύτισην με τους πρωταγωνιστές πικρήν, τζιαι με την μουσικήν, τζιαι την μοναξιάν τους. (Μάλιστα ένας που τους κύριους λόγους που εγίνηκα κλασσικός συνθέτης εν τούτη η ταινία σε συνδιασμό με τα γεγονότα που έζησα με το άτομον που είσιεν μανίαν με τούντην ταινίαν, άτομον που λόγω της καταστροφής μεταξύ μας αποφάσισα να μέν πάω πίσω κ

Βελγικές μπύρες, σκιές χορευτικές.

Πάλε ήπια τα.  Όππα.  Νύχτα μοναχική, αυτοαγαπητική.  Έσιει τρείς μέρες κάθε νύχτα τσουγκρώ τα (ζήτω οι χειμερινές διακοπές/ανεργία μιάς εφτομάδας).  Η σκέψη μου τριγυρίζει στες γειτονιές του νού που γεννιέται ο έρωτας, το κορμίν, οι αισθήσεις, το πάθος, η έλξη, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσω να γράψω για χορευτές.  Πρέπει να επικαλέσω τον έρωταν μέσα μου για να φκεί έτσι μουσική έξω.  Έτσι δουλεύκει το πράμαν.  Έλα έρωτα.  Πάρε με.  Πόψε ερούφησα  βελγικές μπύρες, βαρετές σαν το κρασίν τζιαι γλυκοπερίπλοκες, πέντε στο σύνολο -αρκετές για να μου προκαλέσουν ευφορίαν μαζίν με ξάννοιμαν του μυαλού στην κατεύθυνσην που ήθελα να πάω.  Μετά που έφαα για δεύτερη μέρα το καθιερωμένο λουβί με τα λάχανα, είπα καληνύχτα στα κοπελλούθκια τζιαι την Αγάπην μου, τζιαι έπιασα μιάν ντουζίναν βιβλία με ποίησην τζιαι επήα στο ιταλικό μπάρ κάτω στην πόλην να τα διαβάσω τζιαι να σκεφτώ για τη μουσική που εννα γράψω (το κομμάτιν της χορογράφου δηλαδή   -Είπεν μου έναν πουλλάκιν να εμπνευστώ που την ποίησην, τ

Παϊδάκια χοιρινά με avant-garde μουσικές

Πόψε επήα σε συναυλία καλών μου φίλων στη μεγαλούπολη σε ένα μπάρμπεκιου μπάρ. Περίεργη συναυλία, για τους λίγους.   Έσιει τζιαιρόν που μου λαλούν να πάω.  Επήα. Απου τον λεγόμενον ιττελλέξιουα εσυνάχτηκεν στο υπόγειο μαχαζίν.  (τζιαι οι πενήντα, δηλαδή) Οι φίλοι μου εν που τους ανώττερους μουσικούς στη 'σκηνή' της μεγαλούπολης, γνωστοί για την πελλάραν τους τζιαι τους παράξενους συνδιασμούς μουσικής που κάμνουν.  Πόψε η συναυλία είσιεν θέμαν το πάντρεμαν της ψυχωτικήν αβαντγκάρτ που μας αρέσκει εμάς τους μοντέρνους της λεγόμενης 'κλασσικής'  (να μέν σας τύχει!!)   τζιαι της μουσικής ρόκκ  -πχ επαίξαν Φράνκ Ζάππα, Μεττάλλικα, τζιαι Λέτ Ζέππελιν με την ορχηστρούλλαν τους την κατάπελλην/εξτρεμιστικήν  (βιολιά, τσέλλο, βιόλα, ντράμς, ηλεκτρική κιθάρα, πλήκτρα, φλάουτο  -ούλλοι τους με δοκτοράτα στη μουσική), με συνοδείαν μπύρας διαφόρων ποικιλιών, τζιαι με πολλά, λακταριστά μπάρμπεκιου παϊδάκια χοιρινά (μήκους δύο ποδών, ψημένα για 12 ώρες στον καπνόν), τζιαι άλλα υπέροχα

Διπλό, επετειακό.

Επέτειος. (Σε θυμήθηκα και σένα -το έγραψα πότε:     Στο θέατρο, καθόσουν στην τρίτη τη σειρά, ανάμεσα σε μένα και τον 'άλλον') Τη  άλλη νιότη μου απόψε ντύθηκα  (την είδα στον καθρέφτη) σάρκα αγίνωτη και ζωντανή της άνοιξης με κόκκαλα σάν ρίζες μυγδαλιάς  κορμό λευκανθισμένο και  στα μάτια  δές!  -γεννήθηκε ολοστρόγγυλος  ο πράσινος καρπός. στα μπράτσα δές!  -ψηλοκλαριά φουντώσαν ώς τα στήθη  τ' ουρανού. Έτσι στο νού θα μ' έπλασες,  φίλη καθόμενη, απαθής, στην τρίτη τη σειρά. Έτσι με ήθελες, γή χέρσα διψασμένη. (με είδες και στα σπλάχνα σου χορτάριασες, λουλούδιασες, γέννησες κρίνα κι ανεμώνες τρυπήσανε το χώμα σου στάχυα λεπτά σαν δάκτυλα δοθήκανε στου βάκχου το γοργό χορό γεράνια μέλισσες, πετροχελίδονα και κρυφά όταν έσμιξαν   στα χέρια τα τσουνάμια άφρισε αλμυρή και  κόκκινη της φλέβας  η φουρτούνα ακράτητη κι η  λύσσα των κυμάτων) .....στα χείλη εχάραξε ο ήλιος  και το φεγγάρι κρύφτηκε στα μισοβλέφαρα....

Notturno

... lngemisco tamquam reus, Culpa rubet vultus meus.... Θυμάμαι μια ζεστή Παρασκευή  του Μάη στην κάμαρα σου κόκκινα φτηνοραμμένα μαξιλάρια ινδικά στο ξύλινο περβάζι   με θέα τον ουρανοξύστη και τ' απλωμένα ασπρόρουχα της γειτονιάς σκόρπιες και σκισμένες παρτιτούρες στο πάτωμα και τα μαύρα σου μισοξυσμένα μολύβια παντού κομμένα δέντρα στο δάσος (έγραφες το κουαρτέτο σου θυμάμαι -ποτέ δέν τέλειωσε) "κάθησε, δέν έχω άνετες καρέκλες" -έγνεψες απ' την κουζινα "σου μαγειρεύω, βάλε μουσική, πρώτα το ρέκβιεμ του Βέρντι? " Σάλτσα ντομάτας φρέσκια με κανέλα, καρφογαρίφαλο και πάστα-παπιγιόν σκορδάτη πλαστικό ποτηράκι Chianti Ruffino που μοιραστήκαμε ανάμεσα στα φιλιά. Μετά, γυμνή  στο άβολο και ξεβαμμένο φούτον το φοιτητικό της ηδονής πάτησες την αγκώνα σου στο στέρνο μου κι απάγγειλες το διάσημο του Δάντη Lasciate ogne speranza, voi ch'intrate..... με συνοδεία τις στοιχειωμένες Bagatelles τ' Αντώνη Βέμπερν. ("έτσι την πολεμώ τη μανιοθλίψη μου", είπ

Ροή. Κίνηση. "Do not go gentle into that good night."

Έχω υπερενέργεια.   Έχω στρές.  Σε λίγες μέρες θα πήξουν οι δουλειές μου.  Είχα καλά νέα επαγγελματικά σήμερα που με εγεμώσαν ενθουσιασμό, αλλά τζιαι άγχος.  Πόψε, φαουσιάζω για να καλοσκεφτώ τί να κάμω, πότε να το κάμω, τζιαι με ποιόν τρόπο θα τα καταφέρω χωρίς να πάθω υπερκόπωση.  Το πνεύμα ξυπνά ξανά. Στο μεταξύ, όταν έχω στρές (καλό ή κακό)  τρώω ασταμάτητα τις νύχτες.  Ήδη εκαταβρόχθισα ενα πιάτο λουβί με τα λάχανα με αντζούγιες, (κάθε δευτέρα τρώμε λουβί) τρείς κόρτες ψωμίν, έξι cookies, μιά φούχτα φυστίκια, ένα πακέττο τσίπιτος.   Η υπερενέργεια ομως συνεχίζει χωρίς παμό.   Το μπλόγκινγκ δέ βοηθά.   (επίσης δέ με βοηθά που εκουτούκλισα σαν το βλάκαν το βέντι λάττε με δύο shots εσπρέσσο τζιαι πέντε ζάχαρες κατα τες έξι το απόγευμα για να μέν ποτζοιμούμαι στο μάθημα γιατί βουρώ σαν τον πελλόν που η ώρα έξι το πρωί -eξισκάτισα μωρά. ετάϊσα τα, ετζοίμησα τα, γυμναστική, μπάνιο, αλλαγή φρουράς μωρών, ταξίδι προς τη μεγαλούπολη με συνοδεία δυνατής μουσικής ψυχοπλακωτικής για εκτόνωση

Μάστρε Joao, Βραζιλιάνε σουβλιτζή, εύγε, εύγε.

Στη γειτονιά μου, αριστερά του διασποροσπιθκιού, στους πρόποδες του μικρού μας λόφου του κατάσπαρτου σπιτούθκια σε διάφορα στάδια παρακμής, έχουμε ένα αόρατο σύνορο που διαχωρίζει Εμάς (τους βιετναμέζους κατοίκους, τους ιρλανδούς, έλληνες, καμποτιανούς, πουερτορικανούς, τζιαι τους κινέζους) που τους Άλλους (τους πορτογάλλους, τους λιθουανούς, τζιαι τους βραζιλιάνους).    Άμα θέλεις να φάεις ή να ψουμνίσεις φαγιά βιετναμέζικα έρχεσαι ποδά, τζιαι πάεις στα εστιατόρια τα ντόπια -πχ αμα πεθυμίσεις πόδκια της πάπιας, ή μήτρες της γουρούνας τηγανιτές πάεις στο υπέροχο, αυθεντικό εστιατόριο Phnom Penh.   Άμα θέλεις πορτογαλλέζικα φαγιά ή βραζιλιάνικα, πάεις ποτζιή στους Άλλους.   Ζήτω η ποικιλομορφία της ΧΤΕρνίας!  Κάθε εφτομάδαν δοκιμάζω άλλον εστιατόριο, κυρίως απλά αυθεντικά ταβερνούθκια με ντόπιους θαμώνες.  Κάποτε βρίσκω θησαυρούς, άλλες φορές αηδιάζω ή παθαίνω ελαφρές στομαχικές διαταραχές.  Γενικά πιστεύω οτι ο τολμών νικά.  Άμαν μου αρέσουν, πάω πίσω με την οικογένεια.  (φυσικά, δέν τ

Η ντίβα

Χρόνια είχα να σε δώ.   Ακούμπησες το δάκτυλο στο άδειο φλυντζανάκι του καφέ  "Να 'ρθείς απόψε", είπες παρακαλεστικά, "θα τραγουδήσω Κούρτ Βάϊλ, Μάλερ και Βόλφ" (τα χείλη σχηματίσανε το "Μάλερ" και το "Βόλφ" με σημασία, σηκώθηκες, γελάσανε τα μάτια κουρασμένα) "Πολύ το χάρηκα τυχαία που βρεθήκαμε, καλό σου μεσημέρι" Μου κράτησες το χέρι μές τα δικά σου τα ζεστά και πίεσες στο στρογγυλό της χούφτας μου τσαλακωμένο άσπρο χαρτομάντηλο με άγνωστη διεύθυνση Κι αυθόρμητα με φίλησες στο μάγουλο, κρυφά κοντά στο στόμα,  φιλί μονό, ακάλεστο. (αργά χορέψαν και τα  δάκτυλα, δέν έβλεπε κανένας) Ώρες το πάλεψα. Μα ήρθα. Άχ ντίβα, κακόφημο το θεατράκι, ξεπεσμένο. Οι μουσικοί βαριεστημένοι παίζουνε, αξύριστοι οι σκόρπιοι θεατές μεσόκοποι, λίγο ρακένδυτοι  μιλούνε χαμηλόφωνα και δέν ακούν πίνουν απελπισία και φτηνό κρασί (ο Μπρέχτ τους πρόδωσε?) -κι άς προσπαθείς τον έρωτα ν' ανάψεις μέσα τους βραχνά οπως τραγουδάς ντυμένη κατακόκκινο κοστούμι

Φωτο-Γρίφος

Εικόνα
Είδα. Φωτο-Γρίφος: Τί σημαίνει;; Πέραν του Obvious Ώσπου φτάννει η φαντασία; Σε πόσα επίπεδα αναπτύσσεται;

Ξαπόλα, Άλλαξε, Ανάπνευσε, Προσπάθα.

Στη μεταφοιτητική μου ζωή,  όταν οι εφήμερες αγάπες, οι φιλίες των 2-3 χρόνων, οι μεγάλοι , έντονοι κοινωνικοί  κύκλοι εστερέψαν, την ταυτότητα μου εκαθόρισα την σιγά σιγά μέσα που τους ρόλους που απέχτησα ώς κλασσικός συνθέτης (ρόλος που ταϊζει τον ((καλόν)) εγωισμό λόγω της ψευδομοναδικότητας που έσιει τούτος ο ρόλος μες στην κοινωνία , τζιαι ο οποίος ενώννει την ύπαρξη μου με τους μουσικούς προγόνους μου τζιαι 'τα Θεία' που λαλούν -άρα εγέννησα εύκολα ταυτότητα δυνατή τζιαι καθαρή, ίσως τζιαι λίγο 'υπεράνω' πολλών προβληματισμών ή υπαρξιακών αναζητήσεων), τζιαι επίσης ώς δάσκαλος -μάλλον καθοδηγητής παρά δάσκαλος-  μουσικής/πιάνου, mentor κοπελλουθκιών, teenagers, middle-aged people, κλπ κλπ ατόμων.   Σχεδόν σαν μουσικός γκούρου της πεντάρας δηλαδή.   Μιλώ ούλλη μέρα.  Μιλώ πολλά.  Εξηγώ συνέχεια.  Έντονα.  Με συναίσθημα.  Κουράζουμαι.   Έχω το περηφάνεια.  (του στύλ 'εγώ είμαι άδρωπος τζιαι φακκώ χαμέ τζιαι πετάσσουντε αζίνες -αλλά με ευαίσθητον τρόπον.) Άχ, τί